- ιστοθεραπεία
- ηθεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην εμφύτευση ή ένεση φυτικών ή ανθρώπινων ιστών ή τού οπού τους σε άτομα με νόσους φθοράς ή καταστάσεις εξαντλήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. tissutherapie < tissu «ιστός» + therapie (πρβλ. θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.